ἐμπεδόκαρπος

ἐμπεδόκαρπος
ἐμπεδό-καρπος, ον,
A ever-fruiting, Emp.77.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εμπεδόκαρπος — ἐμπεδόκαρπος, ον (Α) (για δέντρα, φυτά) αυτός που αποφέρει συνεχώς καρπό …   Dictionary of Greek

  • ἐμπεδόκαρπα — ἐμπεδόκαρπος ever fruiting neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”